- ζίκαιος
- ζίκαιος, Elean for δίκαιος, Schwyzer 409 (vi B.C.):—also perh. written [full] ζικέα, epith. of Nemesis, BMus.Inscr.1079 (Egypt (?)).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζίκαιος — ζίκαιος, αία, ον (Α) (σε επιγρ. στην ηλειακή διάλ.) δίκαιος … Dictionary of Greek